επίκλημα

επίκλημα
ἐπίκλημα, τὸ (Α) [επικαλώ]
1. κατηγορία, μομφή
2. επίκληση, υπενθύμιση προσωπικών υπηρεσιών για απαλλαγή από τιμωρία («παρ’ οὐδὲν αὑταῑς ἧν ἃν ὀλλύναι πόσεις ἐπίκλημ’ ἐχούσαις ὅ,τι τύχῃ», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκλημα — accusation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίκλημ' — ἐπίκλημα , ἐπίκλημα accusation neut nom/voc/acc sg ἐπίκλημι , ἐπικλάω bend pres ind act 1st sg ἐπίκλημαι , ἐπικλάω bend pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίκλημα — ἐπίκλημα , ἐπίκλημα accusation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκλημ' — ἐπίκλημα , ἐπίκλημα accusation neut nom/voc/acc sg ἐπίκλημι , ἐπικλάω bend pres ind act 1st sg ἐπίκλημαι , ἐπικλάω bend pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλημάτων — ἐπίκλημα accusation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήμασι — ἐπίκλημα accusation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήματα — ἐπίκλημα accusation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήματι — ἐπίκλημα accusation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλήματος — ἐπίκλημα accusation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”